αλησμονιά

αλησμονιά
η [αλησμονώ]
1. λησμονιά, λησμοσύνη, ξεχασιά
2. ο τόπος τής αιώνιας λησμονιάς, ο κάτω κόσμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλησμονώ — ( άω και έω) λησμονώ, ξεχνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθ. + λησμονώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλησμονιά] …   Dictionary of Greek

  • λησμονιά — και αλησμονιά, η [λησμονώ] 1. λήθη, λησμοσύνη 2. φρ. (λαογρ.) «η βρύση τής λησμονιάς» περιοχή στον Άδη όπου υπάρχει βρύση από την οποία, κατά τη λαϊκή αντίληψη, τρέχει νερό που όταν πιούν οι νεκροί ξεχνούν τα επίγεια …   Dictionary of Greek

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”